μικροβιαιμία

μικροβιαιμία
η
ιατρ. παροδική παρουσία μικροβίων στο αίμα τα οποία διαφεύγουν από μια λοιμώδη εστία και συνήθως καταστρέφονται από τις αμυντικές δυνάμεις τού οργανισμού και γι' αυτό η αιματοκαλλιέργεια αποβαίνει αρνητική, αλλ. βακτηριαιμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριαιμία — Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα, στο οποίο αυτά εισέρχονται μέσα από λύσεις της συνέχειας του δέρματος και από βλεννογόνους υμένες ή όταν υπάρχουν παθολογικές αλλοιώσεις στα λεμφοζίδια, στο αγγειακό σύστημα κ.ά. Η β. μπορεί να εμφανιστεί επίσης και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”