- μικροβιαιμία
- ηιατρ. παροδική παρουσία μικροβίων στο αίμα τα οποία διαφεύγουν από μια λοιμώδη εστία και συνήθως καταστρέφονται από τις αμυντικές δυνάμεις τού οργανισμού και γι' αυτό η αιματοκαλλιέργεια αποβαίνει αρνητική, αλλ. βακτηριαιμία.
Dictionary of Greek. 2013.